- μεσοπλεύριος
- -α, -ο, θηλ. και -ος (Α μεσοπλεύριος, -ον)αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές ή αυτός που αφορά στον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές (α. «μεσοπλεύριος μυς» β. «μεσοπλεύρια αρτηρία» γ. «μεσοπλεύριο νεύρο» δ. «μεσοπλεύρια νευραλγία»)αρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπλεύριαβλ. μεσόπλευρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -πλευριος (< -πλευρος < πλευρά), πρβλ. παρα-πλεύριος].
Dictionary of Greek. 2013.